- ανασηκωτός
- -ή, -όανασηκωμένος, ελαφρά σηκωμένος2. (για πρόσωπα) αυτός που υποβαστάζεται για να σταθεί όρθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… … Dictionary of Greek